- σποροκύστη
- η, Νβιολ.1. αναπτυξιακό στάδιο τών τρηματωδών πλατυελμίνθων το οποίο προέρχεται από τον μετασχηματισμό τής προνύμφης μειρακίδιο μετά την εισχώρησή του στον ενδιάμεσο ξενιστή2. (στους κατώτερους μύκητες) κύτταρο που περικλείει τα μονογονικά σπόρια, αλλ. σποριαγγειο3. προστατευτικό κάλυμμα τού σπορίου τών πρωτοζώων4. στάδιο τού σχηματισμού σπορίων που προηγείται τής απελευθέρωσής τους.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. sporocyst (< σπόρος + κύστη)].
Dictionary of Greek. 2013.